ἑωθινοῦ

ἑωθινοῦ
ἑωθινός
in the morning
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • HYMNUS — I. HYMNUS Graece ὕμνος, Latinis quoque celebratio, carmen proprie in Numinis laudes compositum est. Cuius maiestatem cum in plures spargerent Gentilium Theologi, Orpheus, Linus, Musaeus, pro iis officiis, quae unum in uno sunt a nobis cognita;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… …   Dictionary of Greek

  • ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”